Είχα συνηθίσει να ανεβαίνω στην Πάρνηθα είτε μόνος μου, ηρεμούσα μέσα στο πράσινο, είτε με τα τρία μου μικρά παιδιά...
Ο καπνός φαινόταν λές και είχε γίνει έκρηξη ηφαιστείου, μαύρος, πυκνός...
Το βράδυ φαινόταν η αντανάκλαση απο τις φλόγες, σαν δράκος που ανασαίνει βαριά...
Ήμουν σίγουρος ότι όλα είχαν γίνει χάλια, τίποτα δεν πρόκειται να είναι όπως πρώτα...
Άφησα να περάσουν δύο ημέρες μετά την ημέρα μηδέν και αποφάσισα να ανέβω...
Νεκρά έλατα, νεκρά ζώα, ακόμα και αν δεν κοίταγες και απλά μύριζες, πάλι η μυρωδιά των νεκρών σου έρχονταν στη μύτη...
Κάτω στην στάχτη άδεια τα καβούκια, ίχνη απο ελάφια, έκλεισα τα μάτια και είδα το ελάφι να στέκεται πάνω στα άδεια του τα χνάρια...
Απαίσιοι εγκληματίες, τρομοκράτες, χτυπήσατε απροστάτευτα θύματα...
Φανταστείτε την εικόνα του ακίνητου δέντρου και τις φλόγες να γλείφουν τον κορμό του, να καίνε τα φύλλα του, να του ρουφούν τους χυμούς του, κάντε το φωνή τι θα ακούγατε ένα κλάμα, κλάμα πόνου...όπως το κλάμα της μάνας σας αν σας έχανε και η μάνα του δολοφόνου κλαίει για το παιδί της.
Φανταστείτε τις χελώνες, πόσο να τρέξουν τις βαραίνει και το καβούκι τους αυτό που μέχρι τώρα τις προστάτευε τώρα έγινε το φέρετρό τους.
Φανταστείτε το μικρό το ελαφάκι που εγκλωβίστηκε, την μάνα του που έμεινε πίσω γαι να το σώσει αλλά μάταια.
Οι τύψεις θα ζωντανέψουν και θα σας πνίξουν...
N.K.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου